προεκκόπτω

προεκκόπτω
προεκκόπτω , πρό-ἐκκόπτω
cut out
pres subj act 1st sg
προεκκόπτω , πρό-ἐκκόπτω
cut out
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεκκόπτω — Α 1. κόβω κάτι πέρα ώς πέρα 2. (σχετικά με οστό) εξάγω, βγάζω με χτύπημα προηγουμένως («προεκκόπτων τοὺς σπονδύλους», Γαλ.) 3. κατακόβω, καταστρέφω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκόπτω «κόβω και αφαιρώ»] …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”